Thalamus
The thalamus (from Greek θάλαμος = bedroom, chamber, IPA= /ˈθæləməs/) is a pair and symmetric part of the brain. It constitutes the main part of the diencephalon.
[...]
http://en.wikipedia.org/wiki/Thalamus
Bedroom
A bedroom is a large room where people usually sleep for the night and/or for relaxation during the day.
Many houses in North America, Australia and Europe have at least two bedrooms – usually a master bedroom (dedicated to the heads of the household, such as a husband and wife) and one or more bedrooms for either the children or guests.
In some jurisdictions there are basic features (such as a closet and a "means of egress") which a room must have in order to be qualify as a bedroom. According to Zillow,
Generally, bedrooms are defined as having a minimum of 70 square feet of usable space, with a window and closet. A bedroom may be below ground level. A room cannot be considered a bedroom if it is used to access another room, unless the other room is a bathroom.[1]
Nevertheless, some real estate agents may stretch the definition when listing a home for sale.
In buildings with multiple self-contained housing units (e.g., apartments), the number of bedrooms vary widely. While many such units have at least one bedroom—frequently, these units have at least two—some of these units may not have a specific room dedicated for use as a bedroom. (These units may be known by various names, including studio, efficiency, bedsit, and others.)
Furniture and other items in bedrooms vary greatly, depending on taste and local tradition. For instance, a master bedroom may include a bed of a specific size (double, king or queen-sized); one or more dressers (or perhaps, a wardrobe armoire); a nightstand; one or more closets; and carpeting. Built-in closets are less common in Europe than in North America; thus there is greater use of freestanding wardrobes or armoires in Europe.
Bedding used in northern Europe (especially in Scandinavia) is significantly different from that used in North America and other parts of Europe.
Some bedrooms also include such items as a make-up desk, television, air conditioning and various accessories (such as lamps, telephone and an alarm clock).
Sometimes, a master bedroom is connected to a dedicated bathroom, often called an ensuite. [...]
http://en.wikipedia.org/wiki/Bedroom
Sleep
Sleep is a natural state of bodily rest observed throughout the animal kingdom, in all mammals and birds, and in many reptiles, amphibians, and fish.
In humans, other mammals, and a substantial majority of other animals which have been studied — such as fish, birds, ants, and fruit-flies — regular sleep is essential for survival. However, its purposes are only partly clear and are the subject of intense research. [...]
http://en.wikipedia.org/wiki/Sleep
5.4.08
4.4.08
BEDROOM DICTIONARY
bed: 1 piece of furniture that one sleeps on. 2 bottom of a sea or a river. 3 flat base on witch something rests. 4 piece of ground for growing plants. 5 [idm] go to bed with sb: have sexual intercourse with sb. bedclothes: sheets, blankets, etc on a bed. bedpan: container for use as a toilet by sb ill in bed. bedridden: too ill or weak to get out of bed.
bedroom: room for sleeping in
cabin: 1 small room or compartment in a ship or aircraft. 2 small wooden hut
chamber: 1 [formerly] room. 2 [room used by a] law-making group
dream: n 1 thoughts or images experienced in a person's mind during sleep. 2 something that one thinks about a lot but is unlikely to happen: his ~ of becoming president. 3 wonderful person or thing
dream: v 1 have a dream; experience sth in a dream. 2 imagine [sth]. 3 [idm] not dream of sth/doing sth: not consider doing sth; never do sth: I wouldn't ~ of allowing you to pay. 4 dream sth up: think of sth foolish
dreamer: 1 person who dreams. 2 person with impractical ideas
insomnia: lack of sleep; inability to sleep, especially when chronic; wakefulness; sleeplessness.
sleep: n 1 condition when the body is at rest with the eyes closed, mostly at night. 2 period of sleep. 3 [idm] go to sleep: begin to sleep. put to sleep: [a] make somebody fall asleep, esp by using an anaesthetic. [b] kill [an animal] eg because it is ill. sleepless adj without sleep
sleep: v 1 be in a state of sleep. 2 have enough beds etc for: a flat that ~s six. 3 [idm] sleep like a log/top: sleep well. sleep tight [used to wish sb a good night's sleep]. 4 sleep around: have sexual intercourse with a lot of people. sleep in: sleep later than one ought to. sleep sth off: recover from [drunkenness, etc] by sleeping. sleep on sth: leave a problem, etc to the next day. sleep through sth: not be woken by [a noise]. sleep with sb: have sexual intercourse with sb.
sleeping-bag: bag with warm lining for sleeping in
bedroom: room for sleeping in
cabin: 1 small room or compartment in a ship or aircraft. 2 small wooden hut
chamber: 1 [formerly] room. 2 [room used by a] law-making group
dream: n 1 thoughts or images experienced in a person's mind during sleep. 2 something that one thinks about a lot but is unlikely to happen: his ~ of becoming president. 3 wonderful person or thing
dream: v 1 have a dream; experience sth in a dream. 2 imagine [sth]. 3 [idm] not dream of sth/doing sth: not consider doing sth; never do sth: I wouldn't ~ of allowing you to pay. 4 dream sth up: think of sth foolish
dreamer: 1 person who dreams. 2 person with impractical ideas
insomnia: lack of sleep; inability to sleep, especially when chronic; wakefulness; sleeplessness.
sleep: n 1 condition when the body is at rest with the eyes closed, mostly at night. 2 period of sleep. 3 [idm] go to sleep: begin to sleep. put to sleep: [a] make somebody fall asleep, esp by using an anaesthetic. [b] kill [an animal] eg because it is ill. sleepless adj without sleep
sleep: v 1 be in a state of sleep. 2 have enough beds etc for: a flat that ~s six. 3 [idm] sleep like a log/top: sleep well. sleep tight [used to wish sb a good night's sleep]. 4 sleep around: have sexual intercourse with a lot of people. sleep in: sleep later than one ought to. sleep sth off: recover from [drunkenness, etc] by sleeping. sleep on sth: leave a problem, etc to the next day. sleep through sth: not be woken by [a noise]. sleep with sb: have sexual intercourse with sb.
sleeping-bag: bag with warm lining for sleeping in
2.4.08
ΛΕΞΙΚΟ ΥΠΝΟΔΩΜΑΤΙΟΥ
Αϋπνία: έλλειψη ή στέρηση ύπνου, αδυναμία για ύπνο
Θάλαμος: δωμάτιο, κοιτώνας || διαμέρισμα στρατώνα, νοσοκομείου κτλ., για διαμονή και ύπνο πολλών ατόμων || καμπίνα πλοίου || [γεν] οποιοσδήποτε μικρός περίκλειστος χώρος
Κοιμάμαι: 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: Ησυχία! Κοιμάται ο κόσμος, για ώρες κοινής ησυχίας. Όλη η πόλη κοιμάται, επικρατεί απόλυτη ησυχία. 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συγκαλυμμένα, αντί του συνουσιάζομαι: Κοιμάται μ’ όποιον τύχει. Κοιμήθηκες μαζί του; Κοιμούνται χωριστά. 3. (εκκλ.) π εθαίνω, για αγίους, μοναχούς και γενικά για χριστιανούς, που πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι μετάβαση στην άλλη ζωή. (εκφρ.) κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. // (μτφ.) αδρανώ, δεν δείχνω το ενδιαφέρον ή τη δραστηριότητα που απαιτείται: Μα τι κάνει η αστυνομία, κοιμάται;
Κοιμητήριο: (εκκλ.) το νεκροταφείο (αρχ. σημ.: ‘υπνοδωμάτιο’).
Κρεβάτι: 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος: Μονό / διπλό κρεβάτι.
Πτυσσόμενο κρεβάτι. Κρεβάτι εκστρατείας. Κρεβάτι με ουρανό. Ξύλινο / σιδερένιο κρεβάτι. Είμαι στο κρεβάτι, και ως έκφραση είμαι άρρωστος. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, και ως έκφραση, θεραπεύομαι. Το κρεβάτι του πόνου. // (οικ.) για σεξουαλικές σχέσεις: Είναι καλή στο κρεβάτι.
ΠΑ Ρ. Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι. 2. μονάδα σε ξενοδοχείο ως δυνατότητα στέγασης // μονάδα σε νοσοκομείο ως δυνατότητα περίθαλψης.
Κρεβατοκάμαρα: το δωμάτιο του σπιτιού το οποίο προορίζεται για ύπνο. // (επεκτ.) τα έπιπλα
της κρεβατοκάμαρας.
Κρεβατομουρμούρα: η μεμψιμοιρία, η γκρίνια, τα παράπονα μεταξύ συζύγων, όταν ξαπλώνουν το βράδυ στο κρεβάτι, λίγο πριν κοιμηθούν.
Κρεβατώνομαι: (οικ.) για αρρώστια παροδική, που ρίχνει κάποιον στο κρεβάτι, που τον αναγκάζει να μείνει κλινήρης.
Ονειρεμένος: που είναι πολύ ωραίος ή ευχάριστος και επομένως επιθυμητός˙ ονειρευτός: Παντρεύτηκαν και έζησαν ονειρεμένη ζωή.
Όνειρο: 1. σειρά από φανταστικές παραστάσεις, συναισθήματα ή αισθήματα που δημιουργούνται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου. Βλέπω ένα όνειρο, ονειρεύομαι. Ένα άσχημο /φοβερό / παράξενο / προφητικό / σημαδιακό όνειρο. Εξηγώ, ερμηνεύω ένα όνειρο. (εκφρ.) σαν
όνειρο, κατάσταση ιδανική, ονειρική, εξωπ ραγματική. σαν σε όνειρο, για ασαφή αντίληψη ή αμυδρή ανάμνηση. ΦΡ όνειρο θερινής νυκτός, για απραγματοποίητη επιθυμία ή επιδίωξη. 2. (μτφ.) δημιούργημα της φαντασίας κάποιου, εξιδανικευμένο και πολύ επιθυμητό: Ένα ρομαντικό / τρελό / απατηλό / νεανικό όνειρο. Κάνω / πλάθω όνειρα (πρβ.) ονειροπ ολώ. Ζει μέσα σε όνειρα. Συγχέει το όνειρο με την πραγματικότητα. // (έκφρ.) των ονείρων, για κάτι πολύ επιθυμητό: Η γυναίκα των ονείρων κάποιου, όπ ως ακριβώς θα την ήθελε. α. Ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη ή επιθυμία κάποιου: Το όνειρό του είναι να σπουδάσει / να αποκτήσει οικογένεια. β. Για κάτι πολύ ωραίο ή ευχάριστο: Η βραδιά είναι όνειρο.
Υπνοβασία: παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του βαθύτατου ύπνου
με επανειλημμένα επεισόδια έγερσης από το κρεβάτι και βάδισης, τα οποία δεν ελέγχονται από
τη συνείδηση.
Υπνοδωμάτιο: το δωμάτιο του σπιτιού που προορίζεται αποκλειστικά για ύπνο˙ κρεβατοκάμαρα.
Υπνοπαιδεία: μέθοδος εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια του φυσικού ύπνου.
Ύπνος: 1. η κατάσταση εκείνου που κοιμάται˙ φυσιολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οργανισμός κατά περιοδικά διαστήματα και χαρακτηρίζεται από υπολειτουργία της συνείδησης, μυϊκή χαλάρωση, επιβράδυνση της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής: Μόλις σηκώθηκα από τον ύπνο, μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι ή μόλις ξύπνησα. Πέφτω / πάω για ύπνο, πηγαίνω να κοιμηθώ. Βλέπω στον ύπνο μου, ονειρεύομαι. Ο ύπνος τρέφει το παιδί (κι ο ήλιος το μοσχάρι..): α. (ειρ.) γι’ αυτούς π ου τους αρέσει να κοιμούνται πολύ. Β. (σπ ανιότ.) για να δηλωθεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου στην ανάπτυξη του π αιδιού. // (μτφ.) ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος. 2. (μτφ.) Ψυχική ή διανοητική αδράνεια˙ υβριστικά, για πρόσωπο όχι ιδιαίτερα εύστροφο ή για πρόσωπο νωθρό.
Υπνόσακος: είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου˙ σλίπιν μπαγκ.
Υπνοφαντασιά: όνειρο ή όραμα κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Θάλαμος: δωμάτιο, κοιτώνας || διαμέρισμα στρατώνα, νοσοκομείου κτλ., για διαμονή και ύπνο πολλών ατόμων || καμπίνα πλοίου || [γεν] οποιοσδήποτε μικρός περίκλειστος χώρος
Κοιμάμαι: 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: Ησυχία! Κοιμάται ο κόσμος, για ώρες κοινής ησυχίας. Όλη η πόλη κοιμάται, επικρατεί απόλυτη ησυχία. 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συγκαλυμμένα, αντί του συνουσιάζομαι: Κοιμάται μ’ όποιον τύχει. Κοιμήθηκες μαζί του; Κοιμούνται χωριστά. 3. (εκκλ.) π εθαίνω, για αγίους, μοναχούς και γενικά για χριστιανούς, που πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι μετάβαση στην άλλη ζωή. (εκφρ.) κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. // (μτφ.) αδρανώ, δεν δείχνω το ενδιαφέρον ή τη δραστηριότητα που απαιτείται: Μα τι κάνει η αστυνομία, κοιμάται;
Κοιμητήριο: (εκκλ.) το νεκροταφείο (αρχ. σημ.: ‘υπνοδωμάτιο’).
Κρεβάτι: 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος: Μονό / διπλό κρεβάτι.
Πτυσσόμενο κρεβάτι. Κρεβάτι εκστρατείας. Κρεβάτι με ουρανό. Ξύλινο / σιδερένιο κρεβάτι. Είμαι στο κρεβάτι, και ως έκφραση είμαι άρρωστος. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, και ως έκφραση, θεραπεύομαι. Το κρεβάτι του πόνου. // (οικ.) για σεξουαλικές σχέσεις: Είναι καλή στο κρεβάτι.
ΠΑ Ρ. Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι. 2. μονάδα σε ξενοδοχείο ως δυνατότητα στέγασης // μονάδα σε νοσοκομείο ως δυνατότητα περίθαλψης.
Κρεβατοκάμαρα: το δωμάτιο του σπιτιού το οποίο προορίζεται για ύπνο. // (επεκτ.) τα έπιπλα
της κρεβατοκάμαρας.
Κρεβατομουρμούρα: η μεμψιμοιρία, η γκρίνια, τα παράπονα μεταξύ συζύγων, όταν ξαπλώνουν το βράδυ στο κρεβάτι, λίγο πριν κοιμηθούν.
Κρεβατώνομαι: (οικ.) για αρρώστια παροδική, που ρίχνει κάποιον στο κρεβάτι, που τον αναγκάζει να μείνει κλινήρης.
Ονειρεμένος: που είναι πολύ ωραίος ή ευχάριστος και επομένως επιθυμητός˙ ονειρευτός: Παντρεύτηκαν και έζησαν ονειρεμένη ζωή.
Όνειρο: 1. σειρά από φανταστικές παραστάσεις, συναισθήματα ή αισθήματα που δημιουργούνται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου. Βλέπω ένα όνειρο, ονειρεύομαι. Ένα άσχημο /φοβερό / παράξενο / προφητικό / σημαδιακό όνειρο. Εξηγώ, ερμηνεύω ένα όνειρο. (εκφρ.) σαν
όνειρο, κατάσταση ιδανική, ονειρική, εξωπ ραγματική. σαν σε όνειρο, για ασαφή αντίληψη ή αμυδρή ανάμνηση. ΦΡ όνειρο θερινής νυκτός, για απραγματοποίητη επιθυμία ή επιδίωξη. 2. (μτφ.) δημιούργημα της φαντασίας κάποιου, εξιδανικευμένο και πολύ επιθυμητό: Ένα ρομαντικό / τρελό / απατηλό / νεανικό όνειρο. Κάνω / πλάθω όνειρα (πρβ.) ονειροπ ολώ. Ζει μέσα σε όνειρα. Συγχέει το όνειρο με την πραγματικότητα. // (έκφρ.) των ονείρων, για κάτι πολύ επιθυμητό: Η γυναίκα των ονείρων κάποιου, όπ ως ακριβώς θα την ήθελε. α. Ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη ή επιθυμία κάποιου: Το όνειρό του είναι να σπουδάσει / να αποκτήσει οικογένεια. β. Για κάτι πολύ ωραίο ή ευχάριστο: Η βραδιά είναι όνειρο.
Υπνοβασία: παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του βαθύτατου ύπνου
με επανειλημμένα επεισόδια έγερσης από το κρεβάτι και βάδισης, τα οποία δεν ελέγχονται από
τη συνείδηση.
Υπνοδωμάτιο: το δωμάτιο του σπιτιού που προορίζεται αποκλειστικά για ύπνο˙ κρεβατοκάμαρα.
Υπνοπαιδεία: μέθοδος εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια του φυσικού ύπνου.
Ύπνος: 1. η κατάσταση εκείνου που κοιμάται˙ φυσιολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οργανισμός κατά περιοδικά διαστήματα και χαρακτηρίζεται από υπολειτουργία της συνείδησης, μυϊκή χαλάρωση, επιβράδυνση της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής: Μόλις σηκώθηκα από τον ύπνο, μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι ή μόλις ξύπνησα. Πέφτω / πάω για ύπνο, πηγαίνω να κοιμηθώ. Βλέπω στον ύπνο μου, ονειρεύομαι. Ο ύπνος τρέφει το παιδί (κι ο ήλιος το μοσχάρι..): α. (ειρ.) γι’ αυτούς π ου τους αρέσει να κοιμούνται πολύ. Β. (σπ ανιότ.) για να δηλωθεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου στην ανάπτυξη του π αιδιού. // (μτφ.) ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος. 2. (μτφ.) Ψυχική ή διανοητική αδράνεια˙ υβριστικά, για πρόσωπο όχι ιδιαίτερα εύστροφο ή για πρόσωπο νωθρό.
Υπνόσακος: είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου˙ σλίπιν μπαγκ.
Υπνοφαντασιά: όνειρο ή όραμα κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Subscribe to:
Posts (Atom)