Αϋπνία: έλλειψη ή στέρηση ύπνου, αδυναμία για ύπνο
Θάλαμος: δωμάτιο, κοιτώνας || διαμέρισμα στρατώνα, νοσοκομείου κτλ., για διαμονή και ύπνο πολλών ατόμων || καμπίνα πλοίου || [γεν] οποιοσδήποτε μικρός περίκλειστος χώρος
Κοιμάμαι: 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: Ησυχία! Κοιμάται ο κόσμος, για ώρες κοινής ησυχίας. Όλη η πόλη κοιμάται, επικρατεί απόλυτη ησυχία. 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συγκαλυμμένα, αντί του συνουσιάζομαι: Κοιμάται μ’ όποιον τύχει. Κοιμήθηκες μαζί του; Κοιμούνται χωριστά. 3. (εκκλ.) π εθαίνω, για αγίους, μοναχούς και γενικά για χριστιανούς, που πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι μετάβαση στην άλλη ζωή. (εκφρ.) κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. // (μτφ.) αδρανώ, δεν δείχνω το ενδιαφέρον ή τη δραστηριότητα που απαιτείται: Μα τι κάνει η αστυνομία, κοιμάται;
Κοιμητήριο: (εκκλ.) το νεκροταφείο (αρχ. σημ.: ‘υπνοδωμάτιο’).
Κρεβάτι: 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος: Μονό / διπλό κρεβάτι.
Πτυσσόμενο κρεβάτι. Κρεβάτι εκστρατείας. Κρεβάτι με ουρανό. Ξύλινο / σιδερένιο κρεβάτι. Είμαι στο κρεβάτι, και ως έκφραση είμαι άρρωστος. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, και ως έκφραση, θεραπεύομαι. Το κρεβάτι του πόνου. // (οικ.) για σεξουαλικές σχέσεις: Είναι καλή στο κρεβάτι.
ΠΑ Ρ. Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι. 2. μονάδα σε ξενοδοχείο ως δυνατότητα στέγασης // μονάδα σε νοσοκομείο ως δυνατότητα περίθαλψης.
Κρεβατοκάμαρα: το δωμάτιο του σπιτιού το οποίο προορίζεται για ύπνο. // (επεκτ.) τα έπιπλα
της κρεβατοκάμαρας.
Κρεβατομουρμούρα: η μεμψιμοιρία, η γκρίνια, τα παράπονα μεταξύ συζύγων, όταν ξαπλώνουν το βράδυ στο κρεβάτι, λίγο πριν κοιμηθούν.
Κρεβατώνομαι: (οικ.) για αρρώστια παροδική, που ρίχνει κάποιον στο κρεβάτι, που τον αναγκάζει να μείνει κλινήρης.
Ονειρεμένος: που είναι πολύ ωραίος ή ευχάριστος και επομένως επιθυμητός˙ ονειρευτός: Παντρεύτηκαν και έζησαν ονειρεμένη ζωή.
Όνειρο: 1. σειρά από φανταστικές παραστάσεις, συναισθήματα ή αισθήματα που δημιουργούνται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου. Βλέπω ένα όνειρο, ονειρεύομαι. Ένα άσχημο /φοβερό / παράξενο / προφητικό / σημαδιακό όνειρο. Εξηγώ, ερμηνεύω ένα όνειρο. (εκφρ.) σαν
όνειρο, κατάσταση ιδανική, ονειρική, εξωπ ραγματική. σαν σε όνειρο, για ασαφή αντίληψη ή αμυδρή ανάμνηση. ΦΡ όνειρο θερινής νυκτός, για απραγματοποίητη επιθυμία ή επιδίωξη. 2. (μτφ.) δημιούργημα της φαντασίας κάποιου, εξιδανικευμένο και πολύ επιθυμητό: Ένα ρομαντικό / τρελό / απατηλό / νεανικό όνειρο. Κάνω / πλάθω όνειρα (πρβ.) ονειροπ ολώ. Ζει μέσα σε όνειρα. Συγχέει το όνειρο με την πραγματικότητα. // (έκφρ.) των ονείρων, για κάτι πολύ επιθυμητό: Η γυναίκα των ονείρων κάποιου, όπ ως ακριβώς θα την ήθελε. α. Ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη ή επιθυμία κάποιου: Το όνειρό του είναι να σπουδάσει / να αποκτήσει οικογένεια. β. Για κάτι πολύ ωραίο ή ευχάριστο: Η βραδιά είναι όνειρο.
Υπνοβασία: παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του βαθύτατου ύπνου
με επανειλημμένα επεισόδια έγερσης από το κρεβάτι και βάδισης, τα οποία δεν ελέγχονται από
τη συνείδηση.
Υπνοδωμάτιο: το δωμάτιο του σπιτιού που προορίζεται αποκλειστικά για ύπνο˙ κρεβατοκάμαρα.
Υπνοπαιδεία: μέθοδος εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια του φυσικού ύπνου.
Ύπνος: 1. η κατάσταση εκείνου που κοιμάται˙ φυσιολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οργανισμός κατά περιοδικά διαστήματα και χαρακτηρίζεται από υπολειτουργία της συνείδησης, μυϊκή χαλάρωση, επιβράδυνση της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής: Μόλις σηκώθηκα από τον ύπνο, μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι ή μόλις ξύπνησα. Πέφτω / πάω για ύπνο, πηγαίνω να κοιμηθώ. Βλέπω στον ύπνο μου, ονειρεύομαι. Ο ύπνος τρέφει το παιδί (κι ο ήλιος το μοσχάρι..): α. (ειρ.) γι’ αυτούς π ου τους αρέσει να κοιμούνται πολύ. Β. (σπ ανιότ.) για να δηλωθεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου στην ανάπτυξη του π αιδιού. // (μτφ.) ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος. 2. (μτφ.) Ψυχική ή διανοητική αδράνεια˙ υβριστικά, για πρόσωπο όχι ιδιαίτερα εύστροφο ή για πρόσωπο νωθρό.
Υπνόσακος: είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου˙ σλίπιν μπαγκ.
Υπνοφαντασιά: όνειρο ή όραμα κατά τη διάρκεια του ύπνου.
2.4.08
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment